προσκαρτερώ — προσκαρτερῶ, έω, ΝΜΑ [καρτερῶ] επιμένω με καρτερία, εξακολουθώ με πολλή επιμονή («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», Διόδ.) νεοελλ. δεν χάνω το θάρρος μου αρχ. 1. προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και τού είμαι πολύ πιστός («προσκαρτερῶν τῷ… … Dictionary of Greek
ποτικαρτερώ — έω, Α (δωρ. τ.) προσκαρτερώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + καρτερῶ] … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσκαρτέρησις — ήσεως, ἡ, Α [προσκαρτερῶ] καρτερία και επιμονή σε κάτι («ἀγρυπνοῡντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.) … Dictionary of Greek
προσκαρτερία — ἡ, Α [προσκαρτερῶ] η προσκαρτέρησις* … Dictionary of Greek
προσκαρτερητικώς — Α επίρρ. 1. με πολλή καρτερία 2. με φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκαρτερῶ, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *προσκαρτερητικός] … Dictionary of Greek